×
- Αρχική
- Ο Ιατρός
- Ιατρεία
- Γυναικολογία
- Εγκυμοσύνη
- Υπογονιμότητα
- Ανδρολογία
- Δερματολογικό
- Laser
- Media
- Επικοινωνία
Το ενδομήτριο είναι ο βλεννογόνος χιτώνας της μήτρας και απαντά στη δράση των ορμονών κατά τη διάρκεια του εμμηνορυσιακού κύκλου.
Στην αρχή του κύκλου, τα οιστρογόνα που εκκρίνονται από τις ωοθήκες προκαλούν πάχυνση του ενδομήτριου και, μετά την ωοθυλακιορρηξία, η προγεστερόνη που εκκρίνεται από το ωχρό σωμάτιο καθιστά δυνατή την εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου.
Αυτό περιορίζει την περαιτέρω ανάπτυξη του ενδομητρίου πριν την εμφάνιση της εμμήνου ρύσεως, την οποία προκαλεί η ραγδαία πτώση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης.
Όταν το ενδομήτριο βρίσκεται εκτός της μητρικής κοιλότητας τότε γίνεται λόγος για ενδομητρίωση.
Η ενδομητρίωση είναι μια συχνή καλοήθης πάθηση που αρκετές φορές ανιχνεύεται τυχαία , άλλοτε όμως εμφανίζει αρκετά και έντονα κλινικά συμπτώματα.
Κατά την έμμηνο ρύση, το ενδομήτριο ρέει αντίστροφα από την μήτρα προς την κοιλιακή κοιλότητα μέσω των σαλπίγγων.
Σε κάποιες περιπτώσεις, το ενδομήτριο μπορεί να εμφυτευτεί στο περιτόναιο (μεμβράνη που περικλείει τα όργανα της κοιλιακής κοιλότητας) και να εξαπλωθεί στα επιφανειακά και στα βαθύτερα στρώματά του.
Η αδυναμία αποβολής του ενδομητρίου σε αυτή την μορφή οδηγεί στην εμφάνιση της ενδομητρίωσης.
Η ενδομητρίωση εμφανίζεται υπό μορφή πολλαπλών μικρών εστιών μαύρου ή κόκκινου χρώματος ή με συμφύσεις (μεμβράνες που συγκολλούν τα όργανα μεταξύ τους).
Οι περιοχές όπου εμφανίζεται συχνότερα ενδομητρίωση είναι:
Σε σπανιότερες περιπτώσεις, η ενδομητρίωση μπορεί να εμφανισθεί και σε άλλα όργανα (πεπτικό σωλήνα, ουροδόχο κύστη, δέρμα, πνεύμονες κλπ.) .
Από την έκταση των εστιών της ενδομητρίωσης προσδιορίζεται και ο βαθμός της νόσου.
Μπορεί να προκληθεί με πολλούς τρόπους:
Η συσχέτιση ενδομητρίωσης / υπογονιμότητας είναι συχνή, δίχως ωστόσο να είναι δυνατόν να καθορισθεί ποια είναι συνέπεια της άλλης.
Στις υπογόνιμες γυναίκες η ενδομητρίωση ανιχνεύεται σε περίπου 30% των περιπτώσεων.
Πολλές υπογόνιμες γυναίκες δεν παρουσιάζουν καμία κλινική ένδειξη ύπαρξης ενδομητρίωσης και η νόσος μπορεί να διαγνωστεί μόνο με λαπαροσκόπηση.
Άλλα κλινικά συμπτώματα της ενδομητρίωσης μπορεί να είναι τα εξής:
Η κλινική εξέταση μπορεί να προσφέρει απλώς ενδείξεις για την ύπαρξη ενδομητρίωσης.
Αρκετά συχνά, είναι δύσκολη η διαφορική διάγνωση από τις λειτουργικές κύστεις.
Η ενδομητρίωση μπορεί να διαγνωστεί μόνον με λαπαροσκόπηση μετά από ιστολογική εξέταση του ιστού (πραγματοποιείται σε χώρο χειρουργείου με χρήση γενικής αναισθησίας στα πλαίσια αυθημερόν ή μονοήμερης εισαγωγής σε νοσοκομείο).
Επιπλέον μπορεί να προσδιοριστεί ο βαθμός εξάπλωσης της ενδομητρίωσης και να αντιμετωπιστεί άμεσα χειρουργικά η νόσος.
Μπορούν ενδεχομένως να γίνουν και άλλες εξετάσεις όπως μαγνητική τομογραφία, προκειμένου να εντοπιστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι εστίες της ενδομητρίωσης.
Η θεραπευτική αγωγή σε συμπτωματική ενδομητρίωση αποσκοπεί κυρίως στην ανακούφιση από τα συμπτώματα καθώς επίσης και στη μείωση της πιθανότητας υποτροπών ή εξέλιξης της πάθησης.
Ακόμη και σε περίπτωση αποτελεσματικής θεραπείας \, στο 20% των ασθενών η ενδομητρίωση μπορεί να υποτροπιάσει και να εμφανισθεί με την ίδια μορφή που αρχικά διαγνώσθηκε ή με κάποια άλλη μορφή.
Η αντιμετώπιση μπορεί να γίνει:
Η επιλογή της θεραπευτικής μεθόδου εξαρτάται από παράγοντες όπως η ύπαρξη υπογονιμότητας, η ηλικία της ασθενούς και η βαρύτητα και έκταση της νόσου.
Η φαρμακευτική αγωγή διαρκεί συνήθως 3-6 μήνες.
Σε περιπτώσεις υπογονιμότητας και σε προχωρημένα στάδια της νόσου, ενδεχομένως να κριθεί απαραίτητη η προσφυγή στην εξωσωματική γονιμοποίηση.
by site4doctor and MyMedical